ὑπόστροφα

ὑπόστροφα
ὑπόστροφος
turning back
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπόστροφος — η, ο / ὑπόστροφος, ον, ΝΜΑ [ὑποστρέφω] αυτός που επιστρέφει, που επανέρχεται νεοελλ. 1. (για ασθένεια) αυτός που επανεμφανίζεται 2. φρ. α) «υπόστροφος πυρετός» ιατρ. λοιμώδες νόσημα που προκαλείται από διάφορα είδη τρεπονημάτων και μεταδίδεται με …   Dictionary of Greek

  • ὑποστροφάς — a screw working a crane fem nom sg ὑποστροφά̱ς , ὑποστροφή fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”